ὀλίσθανος

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλίσθᾰνος Medium diacritics: ὀλίσθανος Low diacritics: ολίσθανος Capitals: ΟΛΙΣΘΑΝΟΣ
Transliteration A: olísthanos Transliteration B: olisthanos Transliteration C: olisthanos Beta Code: o)li/sqanos

English (LSJ)

ὀλίσθανον, = ὀλισθηρός : Comp. ὀλισθανωτέρα Gal.18(2).624 :—also ὀλισθός, Hdn.Gr.1.147.

Greek Monolingual

ὀλισθανος, -ον (Α)
(αμφβλ. τον.) ολισθηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλισθ- του ὤλισθον (βλ. λ. ολισθάνω) + επίθημα -ανος. Αμφίβολη είναι η θέση του τόνου της λ., αν και οι τ. με επίθημα -ανος, όπως ικανός, λιχανός, συνηγορούν υπέρ της θέσης του τόνου στη λήγουσα].