ὀνειροφαντασία

From LSJ

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535

German (Pape)

[Seite 346] ἡ, Traumerscheinung, Artemid. 4, 63.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειροφαντᾰσία: ἡ, ὀπτασία ἐν ὀνείρῳ, Ἀρτεμίδ. 4. 63.

Greek Monolingual

και ονειροφαντασία, η (Α ὀνειροφαντασία)
γέννημα της φαντασίας, οπτασία που εμφανίζεται στον ύπνο ή σε κατάσταση εγρήγορσης («η μάννα σου στον ύπνο της, σ' ονειροφαντασιά της είδε να γεννηθεί δαυλός», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + φαντασία.