ὀνειροφαντασία
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
German (Pape)
[Seite 346] ἡ, Traumerscheinung, Artemid. 4, 63.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειροφαντᾰσία: ἡ, ὀπτασία ἐν ὀνείρῳ, Ἀρτεμίδ. 4. 63.
Greek Monolingual
και ονειροφαντασία, η (Α ὀνειροφαντασία)
γέννημα της φαντασίας, οπτασία που εμφανίζεται στον ύπνο ή σε κατάσταση εγρήγορσης («η μάννα σου στον ύπνο της, σ' ονειροφαντασιά της είδε να γεννηθεί δαυλός», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + φαντασία.