ὀνοειδής
From LSJ
English (LSJ)
ὀνοειδές, of the ass kind, EM220.32.
German (Pape)
[Seite 348] ές, eselartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοειδής: -ές, ὅμοιος ὄνῳ, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 6, σ. 295 (359) ― Ἐπίρρ. ὀνοειδῶς αὐτόθι 304, 369.
Greek Monolingual
ὀνοειδής, -ές (Α) όνος
αυτός που είναι όμοιος με όνο. Επίρ. ὀνοειδῶς (Α)
σαν όνος, σαν γαϊδούρι.