ὀνοειδής

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοειδής Medium diacritics: ὀνοειδής Low diacritics: ονοειδής Capitals: ΟΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: onoeidḗs Transliteration B: onoeidēs Transliteration C: onoeidis Beta Code: o)noeidh/s

English (LSJ)

ὀνοειδές, of the ass kind, EM220.32.

German (Pape)

[Seite 348] ές, eselartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοειδής: -ές, ὅμοιος ὄνῳ, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 6, σ. 295 (359) ― Ἐπίρρ. ὀνοειδῶς αὐτόθι 304, 369.

Greek Monolingual

ὀνοειδής, -ές (Α) όνος
αυτός που είναι όμοιος με όνο. Επίρ. ὀνοειδῶς (Α)
σαν όνος, σαν γαϊδούρι.