ὀπωρεύς

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπωρεύς Medium diacritics: ὀπωρεύς Low diacritics: οπωρεύς Capitals: ΟΠΩΡΕΥΣ
Transliteration A: opōreús Transliteration B: opōreus Transliteration C: oporeys Beta Code: o)pwreu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, epithet of Zeus at Acraephiae, IG7.2733.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπωρεύς: ἐπίθ. τοῦ Διός, Ἐπιγρ. Ἀκραιφίας, IG. ant. 151.

Greek Monolingual

ὀπωρεύς, -έως, ὁ (Α)
προσωνυμία του Διός στην Ακραιφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππεύς)].