ὀργανίζω

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

German (Pape)

[Seite 368] = ὀργανόω, Hippocr., zw.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργανίζω: ὀργανόω, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ.

Greek Monolingual

ὀργανίζω)
οργανώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μαρτυρία του ρήματος ὀργανίζω (< ὄργανον) είναι αμφίβολη (πρβλ. διοργανίζω, κατοργανίζω). Από το ρ. αυτό έχουν παραχθεί τα: οργανιστής, οργανιστός, οργανισμός].