ὀργασμός

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργασμός Medium diacritics: ὀργασμός Low diacritics: οργασμός Capitals: ΟΡΓΑΣΜΟΣ
Transliteration A: orgasmós Transliteration B: orgasmos Transliteration C: orgasmos Beta Code: o)rgasmo/s

English (LSJ)

ὁ, (ὀργάω) orgasm, Sch.Hp.Hum.3.

German (Pape)

[Seite 369] ὁ, das Kneten, Erweichen, μαλαγμός, Schol. Hippocr.; vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 180.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργασμός: ὁ, (ὀργάζω) τὸ μαλάσσειν, μαλαγμός, Σχόλ. εἰς Ἱπποκρ.

Greek Monolingual

(I)
ο (Α οργασμός) οργώ
το ανώτατο σημείο γενετήσιας διέγερσης και ικανοποίησης σε ανθρώπους και ζώα
νεοελλ.
1. μτφ. ακατάσχετη ορμή, πολύ μεγάλη δραστηριότηταοικοδομικός οργασμός»)
2. φρ. «οργασμός της φύσης» — μεγάλη ανάπτυξη της βλάστησης.
(II)
ὀργασμός, ὁ (Α) οργάζω
πιθ. μάλαξη, μάλαγμα.