ὀρθοκέρατος

From LSJ

διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοκέρᾱτος Medium diacritics: ὀρθοκέρατος Low diacritics: ορθοκέρατος Capitals: ΟΡΘΟΚΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: orthokératos Transliteration B: orthokeratos Transliteration C: orthokeratos Beta Code: o)rqoke/ratos

English (LSJ)

ὀρθοκέρατον, = ὀρθόκερως (straight-horned, upright-horned), Apollon.Soph. Lex. and Hsch. s.v. ὀρθοκραιράων.

German (Pape)

[Seite 374] Erkl. von ὀρθόκραιρος, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοκέρατος: -ον, ὁ ἔχων ὀρθὰ κέρατα, Ἡσύχ. ἐν λ. ὀρθοκραιράων.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀρθοκέρατος, -ον)
αυτός που έχει όρθια, στητά κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κέρατος (< κέρας, -ατος), πρβλ. οξυκέρατος].