ὀρθόκοιλος
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
English (LSJ)
v. ὀρθόκωλος.
German (Pape)
[Seite 374] Hippiatr., wahrscheinlich f. L. für ὀρθόκωλος.
Greek Monolingual
ὀρθόκοιλος, -ον (Μ)
(πιθ. εσφ. γρ. αντί ὀρθόκυλλος) ορθόκωλος.