ὀστοποιητικός

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστοποιητικός Medium diacritics: ὀστοποιητικός Low diacritics: οστοποιητικός Capitals: ΟΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ostopoiētikós Transliteration B: ostopoiētikos Transliteration C: ostopoiitikos Beta Code: o)stopoihtiko/s

English (LSJ)

ὀστοποιητική, ὀστοποιητικόν, of or for making bone, δύναμις Gal.Nat.Fac.1.6.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστοποιητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν παραγωγὴν ἢ τὸν σχηματισμὸν ὀστοῦ, δύναμις Γαλην. 5. 12.

Greek Monolingual

ὀστοποιητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που διαπλάσσει οστά, οστεοποιητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ποιῶ].