ὀφιόσπαρτος

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφῐόσπαρτος Medium diacritics: ὀφιόσπαρτος Low diacritics: οφιόσπαρτος Capitals: ΟΦΙΟΣΠΑΡΤΟΣ
Transliteration A: ophióspartos Transliteration B: ophiospartos Transliteration C: ofiospartos Beta Code: o)fio/spartos

English (LSJ)

poet. ὀφιόσπρατος, ον, (σπείρω) sown or engendered by serpents, EM287.13.

German (Pape)

[Seite 426] poet. ὀφιόσπρατος, von Schlangen gesäet, erzeugt, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιόσπαρτος: κατὰ ποιητ. μετάθεσιν, ὀφιόσπρᾰτος, ον, (σπείρω) ἐσπαρμένος ὑπὸ ὄφεων ἢ γονιμοποιηθεὶς ὑπ’ αὐτῶ, Ἐτυμολ. Μέγ. 287. 13.

Greek Monolingual

ὀφιόσπαρτος και ποιητ. τ. ὀφιόσπρατος, -ον (Α)
αυτός που γονιμοποιήθηκε ή γεννήθηκε από φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + σπαρτός (< σπείρω)].