ὁμοταχής
φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find
English (LSJ)
ὁμοταχές, of the same velocity, Arist. Cael.289b9, Ph.237a1, 249a8, etc. Adv. ὁμοταχῶς ib.236b35, Procl.Hyp. 3.45, Simp.in Ph.992.24.
German (Pape)
[Seite 340] ές, gleich schnell, Strab. 2, 3, 2. – Adv., Arist. probl. 16, 3.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοτᾰχής: имеющий одинаковую скорость, движущийся с одинаковой быстротой (τὸ κινούμενον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοτᾰχής: -ές, ὁ ἐξ ἴσου ταχύς, ἰσοταχής, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 8, 2, Φυσ. 7. 4, 1, καὶ 9, κτλ. Ἐπίρρ. -χῶς, αὐτόθι 6. 6, 3.
Greek Monolingual
-ές (Α ὁμοταχής, -ές)
αυτός που έχει την ίδια ταχύτητα με άλλον, ισοταχής.
επίρρ...
ομοταχώς (Α ὁμοταχῶς)
με ίση ταχύτητα, ισοταχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ταχής (< τάχος «ταχύτητα»), πρβλ. ισοταχής].