ὁποίως

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

French (Bailly abrégé)

adv. relat.
de quelle manière : ὁποίως ἄν de quelque manière que ATT ; ὁποιωσοῦν ATT d'une façon quelconque.
Étymologie: ὁποῖος.