ὑγίεις
From LSJ
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
English (LSJ)
ὑγίεσσα, ὑγίεν, = ὑγιής, ὑγίεντα ὄλβον Pi.O.5.23.
German (Pape)
[Seite 1170] εσσα, εν, böot. statt ὑγιής, ὑγίεντα ὄλβον Pind. Ol. 5, 23.
Russian (Dvoretsky)
ὑγίεις: εσσα, εν (ῠ) дор. Pind. = ὑγιής.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγίεις: [ῠ] εσσα, εν, Βοιωτ. ἀντὶ ὑγιής, ὑγίεντα ὄλβον Πινδ. Ο. 5. 53.
English (Slater)
ῠγῐεις (= ὑγιής, cf. Schwyz., 1. 527̆{3}; Leumann, Hom. Wörter, 66̆{34}) sound met. ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει (ὑγιέντα Aristarch.: υγί[ Π.) (O. 5.23)
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(βοιωτ. τ.) υγιής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής, αναλογικά προς το χαρίεις.
Greek Monotonic
ὑγίεις: [ῠ], -εσσα, -εν, Βοιωτ. αντί ὑγιής, σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὑ˘γίεις, εσσα, εν [Boeot. for ὑγιής, Pind.]