ὑπωπιασμός
From LSJ
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
English (LSJ)
ὁ, = suggillatio, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1241] ὁ, das Schlagen in's Gesicht, einer Beule, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπωπιασμός: ὁ, μεταφορ., ταλαιπωρία, δεινοπάθεια, Βασίλ. Μέγ. τ. 1, σ. 837D, 840C, τ. 2, σ. 444C, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 455Α.
Greek Monolingual
ὁ, Α ὑπωπιάζω
βάσανο, ταλαιπωρία.