ὑψιδαίδαλτος

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐδαίδαλτος Medium diacritics: ὑψιδαίδαλτος Low diacritics: υψιδαίδαλτος Capitals: ΥΨΙΔΑΙΔΑΛΤΟΣ
Transliteration A: hypsidaídaltos Transliteration B: hypsidaidaltos Transliteration C: ypsidaidaltos Beta Code: u(yidai/daltos

English (LSJ)

ὑψιδαίδαλτον, high and richly wrought, τρίποδες B.3.18.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο περίτεχνα και πλούσια κατεργασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δαιδάλλω «κοσμώ, ποικίλλω»].