ὑψιτενής
From LSJ
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
English (LSJ)
ὑψιτενές, stretched on high, πόδες Opp.C.3.492; αὐχήν Nonn. D. 4.376; on high, δαίμων ib. 40.83.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐτενής: -ές, ὁ εἰς ὕψος ἐκτεινόμενος, ὑψηλός, δένδρον ὑψιτενές τε καὶ εὔκομον Θεοφυλ. Σιμοκ. Ἱστ. 38, 16, ἔκδ. Βόννης.
Greek Monolingual
-ές / ὑψιτενής, -ές, ΝΜ
αυτός που εκτείνεται σε ύψος, ψηλός.
επίρρ...
υψιτενώς Ν
κατά τρόπο υψιτενή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -τενής (< τείνω), πρβλ. πολυτενής].
German (Pape)
ές, hochgespannt, überhaupt erhaben, hoch, Nonn.