αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
ao. Moy. épq. de ὀνίνημι.
ὠνήμην: эп. aor. 2 med. к ὀνίνημι.
ὠνήμην: ἴδε ὀνίνημι.
see ὀνίνημι.
ὠνήμην: Μέσ. Επικ. αορ. βʹ του ὀνίνημι· ὠνήθην, αόρ. αʹ.