ὠνήμην

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

French (Bailly abrégé)

ao. Moy. épq. de ὀνίνημι.

Russian (Dvoretsky)

ὠνήμην: эп. aor. 2 med. к ὀνίνημι.

Greek (Liddell-Scott)

ὠνήμην: ἴδε ὀνίνημι.

English (Autenrieth)

see ὀνίνημι.

Greek Monotonic

ὠνήμην: Μέσ. Επικ. αορ. βʹ του ὀνίνημι· ὠνήθην, αόρ. αʹ.