ὡρολογητής
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
ὡρολογητοῦ, ὁ, one that tells of the Ὧραι (or possibly reaps profit from..), λαβάργυρος ὡρολογητής, of Prodicus, who composed a speech entitled Ὧραι, Timo 18, cf. Eust.1349.10.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρολογητής: -οῦ, ὁ, ὁ λέγων ἢ ὁμιλῶν μὲ τὴν ὥραν, λαβάργυρος ὡρ. Τίμων παρ’ Ἀθην. 406Ε, πρβλ. Εὐστ. 1349. 10.
German (Pape)
[Seite 1414] ὁ, der die Stunde sagt, bei Ath. IX, 406 d vom Prodicus, der ὧραι geschrieben.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αγορητής αμειβόμενος με την ώρα
2. προσωνυμία του Προδίκου, επειδή συνέθεσε έναν λόγο με τον τίτλο Ὧραι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -λογητής (< -λογῶ), πρβλ. ὁμολογητής].