ὡρολογητής

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡρολογητής Medium diacritics: ὡρολογητής Low diacritics: ωρολογητής Capitals: ΩΡΟΛΟΓΗΤΗΣ
Transliteration A: hōrologētḗs Transliteration B: hōrologētēs Transliteration C: orologitis Beta Code: w(rologhth/s

English (LSJ)

ὡρολογητοῦ, ὁ, one that tells of the Ὧραι (or possibly reaps profit from..), λαβάργυρος ὡρολογητής, of Prodicus, who composed a speech entitled Ὧραι, Timo 18, cf. Eust.1349.10.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρολογητής: -οῦ, ὁ, ὁ λέγων ἢ ὁμιλῶν μὲ τὴν ὥραν, λαβάργυρος ὡρ. Τίμων παρ’ Ἀθην. 406Ε, πρβλ. Εὐστ. 1349. 10.

German (Pape)

[Seite 1414] ὁ, der die Stunde sagt, bei Ath. IX, 406 d vom Prodicus, der ὧραι geschrieben.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αγορητής αμειβόμενος με την ώρα
2. προσωνυμία του Προδίκου, επειδή συνέθεσε έναν λόγο με τον τίτλο Ὧραι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -λογητής (< -λογῶ), πρβλ. ὁμολογητής].