ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
P. and V. κάλλος, το, εὐμορφία, ἡ (Plato), P. εὐπρέπεια, ἡ, V. καλλονή, ἡ (also Plato but rare P.), καλλίστευμα, τό.