farmer
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
P. and V. αὐτουργός, ὁ, ἐργάτης, ὁ, Ar. and P. γεωργός, ὁ, V. γῄτης, ὁ, γαπόνος. ὁ.
farmer of revenues: Ar. and P. τελώνης, ὁ.