invariable
From LSJ
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. βέβαιος, P. μόνιμος, ἀμετάπτωτος, V. ἔμπεδος.
Spanish > Greek
ἀμεταμέλητος, δύσκαμπτος, ἀπαράλλακτος, ἀμετάπτωτος, ἄφθιτος, ἀμετάθετος, ἀνέκβατος