ἄφθιτος
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
ἄφθιτον, (φθίνω)
A not liable to perish, undecaying, imperishable, freq. in Hom. (mostly in Il.) and Trag.:
1 of things, σκῆπτρον πατρώϊον ἄ. αἰεί Il.2.46; χρυσέη ἴτυς ἄ. 5.724; καλὸν θρόνον ἄ. αἰεί 14.238; Ἡφαίστου δόμος 18.370; ἄφθιτοι ἄμπελοι Od.9.133; ἄντρον Pi. I.8(7).41; πυρὸς φέγγος A.Ch.1037; Γᾶ S.Ant.339 (lyr.).
2 of persons, immortal, of the gods, h.Merc.326; Στύξ Hes. Th.389,397; of Tantalus, Pi.O.1.63; ἄφθιτος ὑμνοπόλος, of Anacreon, Simon.184; ἀφθίτους θεῖναι βροτούς A.Eu.724; γέννας ἀφθίτου λαχόντες S.Fr. 278.
3 of men's thoughts, etc., Ζεὺς ἄφθιτα μήδεα εἰδώς Il.24.88, Hes.Th.545; κλέος ἄ. Il.9.413; ἄφθιτος ὄπις = unceasing care, Pi.P.8.72 (v.l. ἄφθονος) ; ἄφθιτοι γνῶμαι unchanging, unchangeable, S.Fr.414; ἄφθιτα μηδομένοισι Ar.Av.689.—Poet. and later Prose, δόξα Plu.2.723e; prob. in Arist. Caeí.270a26.
Spanish (DGE)
(ἄφθῐτος) -ον
• Alolema(s): ἄπθιτος CEG 344 (Fócide VI a.C.)
• Morfología: [fem. -α Mesom.3.16]
I 1indestructible, imperecedero, incorruptible, inmortal
a) de dioses ἀθάνατοι δὲ ἄφθιτοι ἠγερέθοντο h.Merc.326, Στύξ Hes.Th.389, Γᾶ S.Ant.339, Νίκη Men.Sam.736, de Zeus πάλμυς ἀφθίτων Lyc.691, Νέμεσις Mesom.l.c., ἄφθιτον, ἀθάνατον, ῥητὸν μόνον ἀθανάτοισιν Orph.Fr.248b.1;
b) de semidioses y hombres: de Tántalo, Pi.O.1.63, Ῥαδάμανθυν, ὅς περ ἄ. A.Fr.145, ref. al mito de Admeto Μοίρας ἔπεισας ἀφθίτους θεῖναι βροτούς A.Eu.724, γέννας ἀφθίτου λαχόντες S.Fr.278, de Helena, E.Or.1635, ἀφθίτους τε καὶ φθιτούς Lyc.566, cf. IO 170.6 (IV a.C.), ref. a la inmortalidad que da la fama, de Anacreonte ἄ. ὑμνοπόλον Simon.126.1D., de Peleo, E.Andr.1256;
c) de cosas σκήπτρον πατρώϊον, ἄ. αἰεί Il.2.46, χρυσέη ἴτυς Il.5.724, καλὸν θρόνον Il.14.238, δόμον Il.18.370, cf. Orph.Fr.89, ἄ. ἄμπελοι en la isla del Cíclope Od.9.133, Στυγὸς ἄ. ὕδωρ Hes.Th.805, ἄντρον Pi.I.8.41, ἀφθίτοις ἀοιδαῖς Lyr.Adesp.98, τὸ πῦρ ἄφθιτον el fuego eterno custodiado por las Vestales, Plu.Cam.20, λέκτρα Nonn.D.32.95;
d) de abstr., en rel. c. los dioses ἄφθιτα μήδεα εἰδώς Il.24.88, cf. h.Ven.43, Hes.Th.545, Ar.Au.689, βίος Simon.18.4, cf. Critias B 25.17, βίος Ὀλύμπιος Nonn.D.8.414
•inmutable, invariable γνώμη ἄ. S.Fr.414, κλέος Il.9.413, CEG l.c., cf. Sapph.44.4, Ibyc.1a.47, AP 7.43 (Io Sam.), CEG 2.1 (Atenas V a.C.), τιμή h.Cer.261, de Cirno ἄφθιτον ἀνθρώποισ' αἰὲν ἔχων ὄνομα Thgn.246, δόξα E.IA 1606, cf. Plu.2.723e, ἀ. ὄλβος riqueza inagotable Theoc.18.52, ἄ. μνῆστις memoria inalterable A.R.1.644.
2 que hace inmortal ὁ τὴν ἀείζων ἄφθιτον πόαν φαγών A.Fr.28.
II adv. ἀφθίτως = eternamente ἀφθίτως βιοτεύειν Orac.Sib.5.303 (cód.).
• Etimología: v. φθίνω
German (Pape)
[Seite 410] unvergänglich, fest, dauerhaft, meist von leblosen Dingen, wie ἀθάνατος von belebten; Hom. öfter, ἴτυς Iliad. 5, 724, θρόνος 14, 238, σκῆπτρον 2, 46. 186, Ἡφαίστου δόμος 18, 370, Neptuns δώματα 13. 22, κλέος 9, 413, Zeus μήδεα 24, 88, ἄμπελοι Odyss. 9, 133; Στύξ Hes. Th. 389, wobei an den Eid gedacht. Oft bei Pind., σπέρμα P. 4. 42; ἄντρον I. 7, 41; ὄπις θεῶν P. 8, 75; Ζεύς u. Ἐνοσίδης, 4, 291. 33; Soph. γᾶ Ant. 339; θεοί Eur. An. 1257; flgde Dichter, Plut. u. Luc.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incorruptible ; impérissable, immortel.
Étymologie: ἀ, φθίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἄφθῐτος: редко несокрушимый, непреходящий, вечный (θρόνος Hom.; ἀθάνατος καὶ ἄ. HH; Στύξ Hes.; ὄπις θεῶν Pind.; γᾶ Soph.; θεοί Eur.; πῦρ Aesch., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄφθῐτος: -ον, μεταγ. καὶ η, ον, Ἀνθ. Π. Παράρτ. 323 (φθίνω): - μὴ ὑποκείμενος εἰς φθορὰν ἢ ἀπώλειαν, ἄφθαρτος, συχνάκις παρ’ Ὁμ. (τὸ πλεῖστον ἐν Ἰλ.) καὶ Τραγ.: 1) ἐπὶ πραγμάτων, σκῆπτρον πατρώϊον, ἄφθιτον ἀεὶ Ἰλ. Β. 46· χρυσέη ἴτυς ἄφθιτος Ε. 724· καλὸν θρόνον, ἄφθιτον αἰεὶ Ξ. 238· Ἡφαίστου... δόμον... ἄφθιτον ἀστερόεντα Σ. 370, κτλ.· ὡσαύτως, ἄφθιτοι ἄμπελοι Ὀδ. Ι. 133· πῦρ Αἰσχύλ. Χο. 1037· γῆ Σοφ. Ἀντ. 339. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀθάνατος, ἐπὶ τῶν θεῶν, Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἑρμ. 326, πρβλ. Ἡσ. Θ. 389, 397· ἐπὶ τοῦ Ταντάλου, Πίνδ. Ο. 1. 101· ἄφθ. ὑμνοπόλος, ἐπὶ τοῦ Ἀνακρέοντος, Σιμωνίδ. 116· ἀφθίτους θεῖναι βροτοὺς Αἰσχύλ. Εὐμ. 724· γέννας ἀφθίτου λαχόντες Σοφ. Ἀποσπ. 267. 3) ἐπὶ διανοημάτων καὶ βουλῶν. Ζεὺς ἄφθιτα μήδεα εἰδὼς Ἰλ. Ω. 88, Ἡσ. Θ. 545· κλέος ἄφθ. Ἰλ. Ι. 413· ἄφθ. ὅπις, ἀκατάπαυστος, διηνεκὴς φροντίς, Πινδ. Π. 8. 101· ἄφθιτοι γνῶμαι, μηδέποτε μεταβαλλόμεναι, ἀμετάβλητοι, Σοφ. Ἀποσπ. 368· ἄφθιτα μηδομένοισι Ἀριστοφ. Ὄρν. 689. - Λέξις ποιητικὴ ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Πλούτ. 2. 723Ε. - Ἐπίρρ. ἀφθίτως Χρησμ. Σιβυλλ. 5. 503 ἔνθα τὸ ι εἶναι μακρόν].
English (Autenrieth)
(φθίω): unwasting, imperishable.
English (Slater)
ἄφθῐτος, -ον immortal, imperishable νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν, οἶσιν ἄφθιτον θέν νιν (i. e. Τάνταλον) (O. 1.63) λέγοντι δ' βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι (O. 2.29) “Γαιαόχου παῖς ἀφθίτου Ἐννοσίδα” (P. 4.33) “ἐν τᾷδ' ἄφθιτον νάσῳ κέχυται Λιβύας εὐρυχόρου σπέρμα” (P. 4.42) “ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω” i. e. the golden fleece (P. 4.230) Ζεὺς ἄφθιτος (P. 4.291) [[[θεῶν]] δ' ὄπιν ἄφθιτον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις (v.l. ἄφθονον) (P. 8.72) ] “ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος” (I. 8.41)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄφθιτος, -ον) φθίνω
1. άφθαρτος, ακατάλυτος
2. αθάνατος, αιώνιος
αρχ.
1. (για σκέψεις, αποφάσεις κ.λπ.) ακαταγώνιστος
2. αμετάβλητος, α μετάτρεπτος
3. ακατάπαυστος, αδιάλειπτος.
Greek Monotonic
ἄφθῑτος: -ον και -η, -ον (φθίνω), αυτός που δεν υπόκειται σε φθορά, σε Όμηρ., Τραγ.· λέγεται για πρόσωπα, αθάνατος, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
φθίνω
not liable to perish, imperishable, Hom., Trag.: of persons, immortal, Hhymn.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
-ον inmortal de Helios καὶ δὴ νῦν λίτομαί σε, μάκαρ, ἄφθιτε, δέσποτα κόσμου también ahora te suplico, bienaventurado, inmortal, dueño del mundo P IV 445 P IV 460 P IV 1966 de Apolo κλύε, Τιτάν, ἡμετέρης φωνῆς νῦν, ἄφθιτε, μὴ παρακούσῃς escucha, Titán, nuestra voz ahora, inmortal, no te desentiendas P II 86 de Selene ἐνεύχομαί σοι ... ἡμέρη, ἀφθίτη a ti te suplico, benigna, inmortal P IV 2283
Translations
imperishable
Armenian: անկորնչելի; Dutch: onvergankelijk; Finnish: häviämätön, vanhenematon, ikuinen; French: impérissable; Gothic: 𐌿𐌽𐍂𐌹𐌿𐍂𐌴𐌹𐍃; Ancient Greek: ἄφθιτος; Plautdietsch: onvejenkjlich; Polish: nieginący, niezniszczalny; Sanskrit: अक्षय, अमृत
indestructible
Armenian: անկործան, անկործանելի; Belarusian: неразбуральны, непарушны; Bulgarian: неразбиваем; Catalan: indestructible; Czech: nezničitelný; Dutch: onverwoestbaar; Esperanto: nedetruebla; Finnish: tuhoutumaton; French: indestructible; Galician: indestruible; German: unzerstörbar, unvernichtbar; Greek: άφθαρτος, ακατάλυτος, άθραυστος, ανθεκτικός, ακατάστρεπτος, ακατεδάφιστος, άτρωτος, ακατανίκητος; Ancient Greek: ἀδαμάντινος, ἀδάμαστος, ἀδιάλυτος, ἀδιασκέδαστος, ἀδιάφθορος, ἄθραυστος, ἄθρυπτος, ἀκάαπτον, ἀκαθαίρετος, ἀκατάβλητος, ἀκατάλυτος, ἀκαταπόνητος, ἀκατάργητος, ἀκατάστρεπτος, ἀκήρατος, ἄλυτος, ἀμαράντινος, ἀμετάληπτος, ἀναπόθετος, ἀνεξάλειπτος, ἀνώλεθρος, ἄρρηκτος, ἀσύντριπτος, ἀτειρής, ἄτριστος, ἄφθιτος; Hungarian: elpusztíthatatlan; Italian: indistruttibile; Japanese: 壊せない, 潰せない, びくともしない, 丈夫な, 堅い; Latin: indelebilis; Manx: neuhraartagh; Norwegian Bokmål: som ikke kan ødelegges, uforgjengelig, uslitelig; Polish: niezniszczalny; Portuguese: indestrutível; Romanian: indestructibil; Russian: нерушимый, неразрушимый; Spanish: indestructible; Swedish: oförstörbar, outplånlig, oförgänglig; Ukrainian: незнищенний, незруйновний
immortal
Arabic: خَالِد; Armenian: անմահ, անմեռ, անմեռական; Asturian: inmortal; Azerbaijani: ölməz; Belarusian: бессмяротны; Bulgarian: безсмъ́ртен; Catalan: immortal; Chinese Mandarin: 不朽的; Czech: nesmrtelný; Danish: udødelig; Dutch: onsterfelijk, ondoodbaar; Esperanto: senmorta; Estonian: surematu; Finnish: kuolematon; French: immortel; Galician: inmortal; Georgian: უკვდავი; German: unsterblich; Greek: αθάνατος; Ancient Greek: ἄβροτος, ἀειγενέτης, ἀείζων, ἀείζωος, ἀείζως, ἀειθαλής, ἀθάνατος, ἀθανής, αἰειγενέτης, αἰειγενής, αἰωνόβιος, ἀμβρόσιος, ἄμβροτος, ἄπθιτος, ἄφθαρτος, ἄφθιτος, δαρόβιος, δηρόβιος, δολιχαίων, μακραίων; Hindi: अमर; Hungarian: halhatatlan; Icelandic: ódauðlegur; Indonesian: kekal, abadi; Irish: neamhbhásmhar, buan, síoraí, bithbheo; Italian: immortale; Japanese: 不滅の, 死なない, 潰れない; Kazakh: өлімсіз, өлмес; Korean: 불사하다; Kumyk: оьлюмсюз; Kurdish Central Kurdish: نەمر; Northern Kurdish: nemir, hersax, herheyî; Kyrgyz: өлбөс, өлүмсүз; Latin: immortalis, aeternus; Macedonian: бесмртен; Manx: neuvarvaanagh, neuvaasoil; Maori: mutungakore; Middle English: undedly; Norwegian: udødelig; Occitan: immortal; Old English: undēadlīċ; Persian: نامیرا; Plautdietsch: onstoaflich; Polish: nieśmiertelny; Portuguese: imortal; Romanian: nemuritor, imortal; Russian: бессмертный; Sanskrit: अमृत; Serbo-Croatian Cyrillic: бѐсмртан; Roman: bèsmrtan; Slovak: nesmrteľný; Slovene: nesmrten; Spanish: inmortal; Swedish: odödlig; Tocharian A: onkrac; Tocharian B: oṅkrotte; Turkish: ölümsüz; Ukrainian: безсмертний; Uzbek: oʻlmas; Vietnamese: bất tử