Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Menander, Monostichoi, 129Spanish > Greek
βλωμός, βῶλος, διάρρηγμα, διακοπή, δρέμμα, ἀγή, ἀποκάταγμα, ἀποτομή, ἀπόδραγμα, ἀπόθρισμα, ἀπόσπασμα, ἀπότμημα, ἔαγμα