διάρρηγμα

English (LSJ)

-ατος, τό, fragment, prob. in Hsch. s.v. κεάσματα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό trozo Hsch.s.u. κεάσματα, cf. Gloss.3.435.

Greek Monolingual

(-ατος), το
ρήγμα, ρωγμή.