ἀνιδρύω
English (LSJ)
A set up, e.g. a statue, D.C.37.34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνιδρύω: [ῡ]: μέλλ. -ύσω, ἀνεγείρω, στήνω, π.χ. ἄγαλμα ἢ ἀνδριάντα, Δίων Κ. 37. 34.
Spanish (DGE)
erigir τὸ ἄγαλμα D.C.37.34.3, en v. pas. πολυτιμήσας τοὺς ἐν Ἡλίου πόλει θεοὺς ἀνιδρυμένους Hermapio 1
•dedicar en v. pas. τὸ ἅρμα τὸ πρὸς τὸν Δία ἀνιδρυθὲν αὐτῷ D.C.43.21.2.
Greek Monolingual
(Α ἀνιδρύω)
νεοελλ.
1. επανιδρύω, επανασυνιστώ, αποκαθιστώ
2. ανεγείρω, ανοικοδομώ
αρχ.
στήνω άγαλμα ή ανδριάντα.