ανοικοδομώ

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

(AM ἀνοικοδομῶ, ἀνοικοδομέω)
1. χτίζω, υψώνω, ανεγείρω
2. ξαναχτίζω, επισκευάζω, επανοικοδομώ
αρχ.
1. φράζω κάτι χτίζοντας τοίχο
2. μέσ. εξυψώνομαι.

Translations

rebuild

Azerbaijani: bərpa etmək; Catalan: reconstruir; Chinese Mandarin: 重建, 再建, 改筑; Dutch: heropbouwen, wederopbouwen; Esperanto: rekonstrui; Finnish: jälleenrakentaa, rakentaa uudelleen; French: reconstruire; German: wiederaufbauen, umbauen; Greek: ξαναχτίζω, ανοικοδομώ; Ancient Greek: ἀνάγω, ἀναδομέω, ἀναδομῶ, ἀνακτίζω, ἀναπλάσσω, ἀναπλάττω, ἀνασκευάζω, ἀνατειχίζω, ἀνιστάναι, ἀνοικίζω, ἀνοικοδομεῖν, ἀνοικοδομέω, ἀνοικοδομῶ, ἀνορθοῦν, ἀνορθόω, ἀποικοδομέω, ἀποικοδομῶ, ἐξανακτίζω, ἐποικοδομέω, ἐποικοδομῶ, ὀρθόω; Indonesian: membangun ulang; Irish: atóg; Italian: ricostruire; Japanese: 建て直す, 再建する; Korean: 재건하다; Latin: restauro; Norman: r'bâti; Polish: odbudowywać, odbudować; Portuguese: reconstruir; Russian: перестраивать, перестроить; Spanish: reconstruir; Swedish: återuppbygga, rekonstruera; Vietnamese: xây lại, xây dựng lại