ανεπάρκεια

Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. έλλειψη επάρκειας
2. αδυναμία, ανικανότητα
3. Ιατρ. μη κανονική λειτουργία κάποιου οργάνου του σώματος
4. ανεπάρκεια όρων
έλλειψη συνθηκών κατάλληλων για να παραχθεί κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεπαρκής. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον φιλόλογο και αρχαιολόγο Στέφανο Κουμανούδη].