αμάρτημα

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α ἁμάρτημα) ἁμαρτάνω
παράβαση του θείου νόμου, τών εντολών της θρησκείας και τών διατάξεων της Εκκλησίας
μσν.
1. παρανομία, αδίκημα
2. φρ. «εἶναι ἔργον τῶν ἐμῶν ἁμαρτημάτων να...», είναι άδικο, είναι κρίμα να...
αρχ.
1. σφάλμα, αποτυχία
2. φταίξιμο, πλάνη, παράπτωμα
3. φρ. «ἁμάρτημα περὶ τὸ σῶμα», σωματικό ελάττωμα.