ἀνάκυρτος

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A curved upwards or backwards, Gloss.

German (Pape)

[Seite 194] aufwärts gebogen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάκυρτος: -ον, ὁ κεκαμμένος πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ ὀπίσω, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνάκυρτος, -ον)
ο κυρτωμένος προς τα επάνω ή προς τα πίσω, καμπουρωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + -κυρτός < κυρτός.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακυρτώνω].