(-έω) (AM γεωργῶ, -έω) γεωργόςκαλλιεργώ τη γη, είμαι γεωργόςαρχ.-μσν.καλλιεργώ, προάγω, βελτιώνωαρχ.1. παράγω2. ασχολούμαι συστηματικά με κάτι3. αποκομίζω κέρδος.