δούλεμα

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (AM δούλευμα
Μ και δούλεμα)
νεοελλ.
1. το να δουλεύεται κάτι, να τυγχάνει επεξεργασίας
2. (για αγρό) όργωμα, καλλιέργεια
3. επεξεργασία λεπτομερειών («αυτό το σύγγραμμα θέλει ακόμη δούλεμα»)
4. κοροϊδία, κούρντισμα
μσν.
λειτουργία
αρχ.
1. εργασία για δούλο
2. δούλος.