εισαγωγέας

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και εισαγωγεύς, ο (Α εἰσαγωγεύς)
νεοελλ.
έμπορος που φέρνει εμπορεύματα από το εξωτερικό
αρχ.
1. ο εισηγητής δικαστικών υποθέσεων στην Ηλιαία και άλλα δικαστήρια
2. ο επιμελητής τών ασκήσεων τών χορών τών νέων
3. στον πληθ. στη Σάμο οι υπεύθυνοι για την εισαγωγή σιταριού για λογαριασμό της πολιτείας
4. σωλήνας, υδραγωγείο.