υδραγωγείο
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
Greek Monolingual
το / ὑδραγωγεῖον, ΝΜΑ, και ὑδραγώγιον ΜΑ ὑδραγωγός
1. τεχνητός αγωγός μεταφοράς νερού
2. (ειδικά) τεχνικό έργο γεφυροποιίας για τη διοχέτευση υδάτινου ρεύματος μέσω εδαφικού βυθίσματος ή κοιλάδας
νεοελλ.
τεχνολ. σύστημα σωλήνων, ορυγμάτων, διωρύγων, σηράγγων και έργων υποστηρίξεως, που χρησιμοποιείται για τη διοχέτευση νερού από τις πηγές του στο κύριο σημείο διανομής.
Translations
aqueduct
Asturian: acueductu; Belarusian: акведук, аквэдук; Catalan: aqüeducte; Chinese Mandarin: 水渠; Czech: akvadukt; Danish: akvædukt; Dutch: aquaduct; Esperanto: akvedukto; Finnish: akvedukti; French: aqueduc; Galician: levada, acueduto; German: Aquädukt; Greek: υδραγωγείο; Ancient Greek: ὑδραγώγιον, ὑδραγωγεῖον, ὀχετός; Italian: acquedotto; Japanese: 水道橋; Korean: 수도교; Latin: aquaeductus; Latvian: ūdensvads, akvedukts; Lithuanian: akvedukas; Malay: akueduk; Malayalam: നീര്ച്ചാല്; Navajo: tó yaʼnidaʼaazgééd; Old English: wætergelæt; Polish: akwedukt; Portuguese: aqueduto; Quechua: witkhu, pincha; Romanian: apeduct; Russian: акведук; Serbo-Croatian: akvèdukt, akvadȕkt, vodovod; Slovak: akvadukt; Spanish: acueducto; Sundanese: ᮏᮜᮔ᮪ ᮎᮄ; Swedish: akvedukt; Tamil: தொட்டிப் பாலம், தொட்டிப்பாலம்; Thai: สะพานส่งน้ำ; Turkish: su kemeri; Ukrainian: акведук; Volapük: kvaaduk; Welsh: dyfrbont, traphont ddŵr