εισαγωγέας

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

εισαγωγέας και εισαγωγεύς, ο (Α εἰσαγωγεύς)
νεοελλ.
έμπορος που φέρνει εμπορεύματα από το εξωτερικό
αρχ.
1. ο εισηγητής δικαστικών υποθέσεων στην Ηλιαία και άλλα δικαστήρια
2. ο επιμελητής τών ασκήσεων τών χορών τών νέων
3. στον πληθ. στη Σάμο οι υπεύθυνοι για την εισαγωγή σιταριού για λογαριασμό της πολιτείας
4. σωλήνας, υδραγωγείο.

Translations

importer

Albanian: importues; Arabic: مُسْتَوْرِد‎, مُسْتَوْرِدَة‎; Armenian: ներմուծող; Azerbaijani: idxalçı; Belarusian: імпарцёр; Bulgarian: вносител; Chinese Cantonese: 進口商/进口商; Mandarin: 進口商/进口商; Czech: dovozce, importér; Danish: importør; Dutch: importeur; Estonian: importija; Finnish: maahantuoja; French: importateur, importatrice; Georgian: იმპორტიორი; German: Importeur; Greek: εισαγωγέας; Ancient Greek: εἰσαγωγεύς, εἰσάγων, εἰσαγαγών; Hindi: आयातक, आयातकर्ता, इम्पॉर्टर; Hungarian: importőr; Icelandic: innflytjandi; Irish: allmhaireoir, iompórtálaí; Italian: importatore, importatrice; Japanese: 輸入業者; Kazakh: импорттаушы; Khmer: អាហារិន, ឈ្មួញនាំចូល; Korean: 수입업자(輸入業者), 수입사(輸入社); Kyrgyz: импортёр; Lao: ຜູ້​ນໍາ​ເຂົ້າ; Latvian: importētājs; Lithuanian: importuotojas; Macedonian: увозник; Manx: kionneyder stiagh; Mongolian Cyrillic: импортлогч; Norwegian Bokmål: importør; Nynorsk: importør; Persian: وارِدکُنَندِه‎; Polish: importer; Portuguese: importador, importadora; Romanian: importator; Russian: импортёр; Serbo-Croatian Cyrillic: увознӣк; Roman: úvoznīk; Slovak: dovozca, importér; Slovene: uvoznik; Spanish: importador; Swedish: importör; Tagalog: tagaangkat; Tajik: импортёр, воридкунанда; Tatar: импортчы; Thai: ผู้นำเข้า; Turkish: ithalatçı; Turkmen: importçy; Ukrainian: імпортер; Urdu: اِمْپوْرٹَر‎; Uyghur: ئىمپورتچى‎, ئىمپورتېر‎; Uzbek: importyor, importchi; Vietnamese: người nhập khẩu, cơ quan nhập khẩu, nước nhập khẩu