εικόνισμα

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και κόνισμα, το (AM εἰκόνισμα, Μ και εἰκόνισμαν)
η έγχρωμη απεικόνιση άγιων μορφών, σκηνών και επεισοδίων της Αγίας Γραφής σε ξύλο ή σε τοίχο για λατρευτικούς σκοπούς
νεοελλ.
φρ. «τον έχω κόνισμα» — τον αγαπώ και τον σέβομαι πάρα πολύ
αρχ.-μσν.
προσωπογραφία
αρχ.
εικόνα ή άγαλμα.