ειλικρίνεια

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM εἰλικρίνεια)
η ιδιότητα του ειλικρινούς, ευθύτητα, τιμιότητα
αρχ.
1. καθαρότητα, διαύγειαεἰλικρίνεια ἀέρος»)
2. η καθαρότητα σε αντίθεση προς την ανάμιξη («κατὰ τὴν πρὸς ἄλληλα μῑξιν καὶ εἰλίκρινειαν αὐτῶν»).