ειλικρίνεια
Greek Monolingual
η (AM εἰλικρίνεια)
η ιδιότητα του ειλικρινούς, ευθύτητα, τιμιότητα
αρχ.
1. καθαρότητα, διαύγεια («εἰλικρίνεια ἀέρος»)
2. η καθαρότητα σε αντίθεση προς την ανάμιξη («κατὰ τὴν πρὸς ἄλληλα μῑξιν καὶ εἰλίκρινειαν αὐτῶν»).
η (AM εἰλικρίνεια)
η ιδιότητα του ειλικρινούς, ευθύτητα, τιμιότητα
αρχ.
1. καθαρότητα, διαύγεια («εἰλικρίνεια ἀέρος»)
2. η καθαρότητα σε αντίθεση προς την ανάμιξη («κατὰ τὴν πρὸς ἄλληλα μῑξιν καὶ εἰλίκρινειαν αὐτῶν»).