εἶδαρ, το (Α)τροφή, φαγητό.[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αντί του έδ-Fαρ < έδωπρβλ. «έδαρ- βρώμα» (Ησύχ.). Η λ. εμφανίζει επίθημα -wr (πρβλ. αρχ. ινδ. vy-ad-vara- «αδηφάγος»)].