πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
εἶδαρ, το (Α)
τροφή, φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αντί του έδ-Fαρ < έδω
πρβλ. «έδαρ- βρώμα» (Ησύχ.). Η λ. εμφανίζει επίθημα -wr (πρβλ. αρχ. ινδ. vy-ad-vara- «αδηφάγος»)].