εκφύλιση

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. εκφυλισμός
2. ιατρ. κυτταρική αλλοίωση που προκαλεί καταστροφή του κυτταροπλάσματος και του πυρήνα
3. το σύνολο τών σωματικών και ψυχικών αλλοιώσεων που παρουσιάζει ένα άτομο κληρονομικά ή επίκτητα (έπειτα από μια πάθηση).