ψυκτήρας

Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο / ψυκτήρ, -ῆρος, ΝΑ
νεοελλ.
ψυκτικός θάλαμος ψυγείου
αρχ.
1. σκεύος γεμάτο νερό όπου διατηρούσαν το κρασί δροσερό
2. (κατά τον Ησύχ.) είδος μεγάλου ποτηριού
3. είδος αγγείου κατάλληλου για την ψύξη γάλακτος, ψυγός
4. στον πληθ. οἱ ψυκτήρες
σκιεροί τόποι κατάλληλοι για αναψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχω (II) «παγώνω» + επίθημα -τήρ(ας) (πρβλ. σφιγκ-τήρας)].