αγανός1. κάνω κάτι αγανό, χαλαρό, χαλαρώνω, ξεσφίγγω2. (για ύφανση) υφαίνω ή πλέκω αγανά, αραιά και όχι κρουστά3. γίνομαι αραιός, χαλαρός, πλέκομαι ή υφαίνομαι αραιά4. καταπραΰνω τον θυμό μου, ηρεμώ.