ἄγαμαι (Α)1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, απορώ2. ευφραίνομαι, βρίσκω ευχαρίστηση σ’ ένα πρόσωπο ή σ’ ένα πράγμα3. ζηλεύω, φθονώ, οργίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ίδια ρίζα με το ἀγα-.ΠΑΡ. ἀγαμένως, ἀγαστός, ἄγη, ἀγητός, ἀγαίομαι, ἀγάζομαι.