εξώθηση

Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἐξώθησις)
ώθηση προς τα έξω
νεοελλ.
1. παρόρμηση, παρακίνησηεξώθηση σε απείθεια»)
2. το τελικό στάδιο του τοκετού μετά τη συμπλήρωση της διαστολής κατά το οποίο το έμβρυο ωθείται προς τα έξω
μσν.
αποβολή, αποσιώπηση γράμματος.