αποσιώπηση

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀποσιώπησις)
1. σχήμα λόγου κατά το οποίο σκόπιμα παραλείπει κανείς λέξεις ή φράσεις είτε ευνόητες είτε από ντροπή, οργή κ.λπ.
2. η κατά παράβαση νόμιμης υποχρέωσης παράλειψη ανακοίνωσης στην αρχή ορισμένων περιστατικών
νεοελλ.
το να σωπαίνει κανείς για κάτι, να αποκρύπτει κάτι ως μυστικό
αρχ.
το να μένει κανείς σιωπηλός ή άναυδος.

Wikipedia EN

Aposiopesis (/ˌæpəsaɪ.əˈpiːsɪs/; Classical Greek: ἀποσιώπησις, "becoming silent") is a figure of speech wherein a sentence is deliberately broken off and left unfinished, the ending to be supplied by the imagination, giving an impression of unwillingness or inability to continue. An example would be the threat "Get out, or else—!" This device often portrays its users as overcome with passion (fear, anger, excitement) or modesty. To mark the occurrence of aposiopesis with punctuation, an em-rule (—) or an ellipsis (…) may be used.

Translations

bg: апосиопеза; ca: reticència; cs: aposiopese; da: aposiopese; de: Aposiopese; en: aposiopesis; es: reticencia; fr: aposiopèse; it: aposiopesi; ja: 頓絶法; ka: გაჩუმება; nl: aposiopesis; pl: zamilknięcie; ru: умолчание; sk: apoziopéza; sq: retiçenca; tl: aposiopesis; uk: апосіопеза