αγιοκέρι

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. λαμπάδα της εκκλησίας από καθαρό κερί μελισσών
2. το κερί της μέλισσας
3. το φυτό Hoya ή Asclepias carnosa της τάξης τών Ασκληπιαδωδών (Asclepiadaceae), που τα άνθη του μοιάζουν με κερί (αλλιώς κεράκι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + κερί].