άγχος

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το άγχω
ψυχολογική κατάσταση, κατά την οποία το άτομο κατέχεται από αγωνία συχνά απροσδιόριστης αιτίας, ή από την εναγώνια προσμονή απροσδόκητου κακού.