άγχω

From LSJ

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331

Greek Monolingual

ἄγχω (Α)
1. πιέζω δυνατά, σφίγγω, κυρίως τον λαιμό
2. σφίγγω κάποιον στην αγκαλιά μου
3. στραγγαλίζω, πνίγω, απαγχονίζω
4. καταθλίβω, πιέζω, στενοχωρώ
5. μέσ. αυτοκτονώ με αγχόνη, απαγχονίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αντιστοιχεί στο λατ. ango και σανσκρ. amhu-, που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα anĝh-.
ΠΑΡ. αγχόνη
αρχ.
ἀγκτήρ
νεοελλ.
άγχος].