επικράτηση

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἐπικράτησις) επικρατώ
1. υπερίσχυση, κατίσχυση, νίκη («η επικράτηση τών ελληνικών όπλων»)
2. (για πράγμ., ιδέες, καταστάσεις) καθιέρωση, προτίμησηεπικράτηση ρεαλιστικών τάσεων»)
μσν.
επικράτεια
αρχ.
παντοδυναμία, κυριαρχία.