ἐπιπήγνυμι και ἐπιπηγνύω (AM) πήγνυμιτοποθετώ επάνω, στερεώνω, θεμελιώνωαρχ.1. κάνω κάτι να πήξει ή να παγώσει στην επιφάνεια («ὁ δὲ παγετὸς ἐπιπήξας», Ξεν.)2. (αμτβ.) πήζω3. παθ. ἐπιπήγνυμαιπροσηλώνομαι, στερεώνομαι.