επιστεγάζω
Greek Monolingual
(AM ἐπιστεγάζω)
σκεπάζω οίκημα με στέγη, προσθέτω τη στέγη
νεοελλ.
ολοκληρώνω έργο ή προσφορά με μια αξιόλογη τελική πράξη.
(AM ἐπιστεγάζω)
σκεπάζω οίκημα με στέγη, προσθέτω τη στέγη
νεοελλ.
ολοκληρώνω έργο ή προσφορά με μια αξιόλογη τελική πράξη.